- ἄθελκτος
- ἄθελκτος, ον,A implacable, A.Supp.1055, Lyc.1335.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άθελκτος — ἄθελκτος, ον (Α) [θέλγω] αυτός που δεν θέλγεται, άκαμπτος, αλύγιστος, αμείλικτος … Dictionary of Greek
ἄθελκτος — implacable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθελκτον — ἄθελκτος implacable masc/fem acc sg ἄθελκτος implacable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέλκτου — ἄθελκτος implacable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέλκτους — ἄθελκτος implacable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθελκτοι — ἄθελκτος implacable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά … Dictionary of Greek